- λείκνον
- λεῑκνον, τὸ (Α)(εσφ. γρφ.) βλ. λίκνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λίκνο — το (Α λίκνον και λεῑκνον) κούνια μωρού, κλίνη, αιώρα για βρέφος νεοελλ. 1. τόπος προέλευσης, γενέτειρα, κοιτίδα («η Ελλάδα είναι το λίκνο τού πολιτισμού») 2. φρ. «από τού λίκνου» από κούνια, από τη βρεφική ηλικία αρχ. ευρύ κάνιστρο στο οποίο… … Dictionary of Greek